- αθεσμόβιος
- ἀθεσμόβιος, -ιον (Α)αυτός που ζει έξω από την ηθική τάξη, εκτός νόμου, άνομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + -βιος < βιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθεσμοβίων — ἀθεσμόβιος living a lawless life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσμόβια — ἀθεσμόβιος living a lawless life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθεσμος — ἄθεσμος, ον (AM) ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεσμός. ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek